- κακοφορεμένος
- η , ο1) плохо одетый; 2) неприличный, непристойный (об одежде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοφορώ — και κακοφοράω κακοφόρεσα, κακοφορεμένος, ντύνομαι κακώς ή άκομψα: Πάντα κακοφορεμένος είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοφορώ — και άω 1. φορώ ρούχο κατά τρόπο άκομψο ή φορώ ακαλαίσθητα ρούχα 2. (μτχ.) κακοφορεμένος, η, ο α) ντυμένος άκομψα β) ντυμένος φτωχικά, πενιχρά … Dictionary of Greek